- φάση
- Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες. Ένα υλικό σύστημα μπορεί να αποτελείται από μία ή περισσότερες ομογενείς φ. και καθεμία παραμένει καθορισμένη, εφόσον ξέρουμε τη σύνθεση και έναν επαρκή αριθμό των ιδιοτήτων τους. Αν, για παράδειγμα, ένα κλειστό δοχείο περιέχει ένα ομογενές υγρό (νερό) στο οποίο επιπλέουν μερικά κομμάτια ζάχαρη, το σύστημα αποτελείται από δύο φ., μια υγρή φ. (νερό) και μια στερεή (ζάχαρη). Σε ένα σύστημα, μπορεί και οι δύο φ. να είναι υγρές, όπως, π.χ., σε ένα γαλάκτωμα, δεν μπορούν όμως να είναι και οι δύο στερεές, επειδή δεν θα είχαμε ένα σύστημα, ούτε μπορούν να είναι και οι δύο αέριες, επειδή όλα τα αέρια είναι αναμείξιμα μεταξύ τους.
Οι ιδιότητες ενός συστήματος από πολλές φ. είναι εξωτατικές και εντατικές: οι εξωτατικές ιδιότητες ή συντελεστές ικανότητας είναι ιδιότητες που η τιμή τους θα ισούται με το άθροισμα των τιμών κάθε επιμέρους φ. του συστήματος (π.χ. η μάζα ή ο όγκος ενός συστήματος προκύπτουν από το άθροισμα των μαζών ή των όγκων των επιμέρους φ. του συστήματος) και οι εντατικές ιδιότητες είναι ανεξάρτητες από την ποσότητα των φ. (π.χ. η θερμοκρασία, η πίεση κ.ά.). Άλλη σημαντική διάκριση των φ. είναι αν αυτές παρουσιάζονται κλειστές ή ανοιχτές: κλειστή είναι εκείνη που η σύνθεσή της παραμένει σταθερή, ενώ στην ανοιχτή το περιεχόμενό της μεταβάλλεται κατά τη μετάβαση της ύλης από τη μία φ. σε μια άλλη.
Η γνώση των φ. και των ιδιοτήτων τους επιτρέπει τη μελέτη της ισορροπίας των φ., πράγμα που προϋποθέτει γνώση της θερμοδυναμικής και των παραγόντων της κατάστασης (ελεύθερη ενέργεια, μέγιστο έργο, εντροπία, ενθαλπία κλπ.). Ένας πρακτικός κανόνας, ο οποίος οφείλεται στον Γκιμπς (1876), γνωστός ως κανόνας των φάσεων, επιτρέπει να μελετηθούν, σε συνάρτηση δύο θεμελιωδών παραμέτρων, όπως είναι η πίεση και η θερμοκρασία, οι ισορροπίες των φ. Ο κανόνας εκφράζεται με τη σχέση V = C + 2 - F, όπου V είναι η μεταβλητή (αριθμός των μεταβλητών που απαιτείται να ορίσουμε για να είναι δυνατός ο πλήρης προσδιορισμός ενός συστήματος σε ισορροπία), C ο αριθμός των συνιστωσών (οι λιγότερες με τις οποίες είναι δυνατόν να καθοριστεί η σύνθεση κάθε φ.) και F ο αριθμός των φάσεων.
Στα περιοδικά φαινόμενα ο όρος φ. παριστά γενικά ένα κλάσμα μιας περιόδου του φαινομένου, το οποίο θεωρείται σε μία ορισμένη στιγμή. Αν παραστήσουμε το φαινόμενο, π.χ., με μια τριγωνομετρική συνάρτηση του τύπου χ = α συν (wt + φ), η φ. της συνάρτησης αυτής δίνεται από την τιμή της γωνίας (wt + φ)· κατά την αρχική στιγμή (t = 0), η γωνία αυτή παριστάνεται μονότιμα από το φ, που λέγεται σταθερά της φ. ή αρχική φ. Όταν η αρχική φ. θα είναι μηδέν, η συνάρτηση που παριστά το φαινόμενο θα πάρει τη μορφή y = συν wt. Ένα ενδιαφέρον δεδομένο, ειδικά στην ηλεκτροτεχνική, είναι η διαφορά φ. μεταξύ δύο περιοδικών μεγεθών, δηλαδή το διάστημα του ελάχιστου χρόνου κατά τον οποίο τα δύο μεγέθη μηδενίζονται, ακολουθώντας την ίδια φορά διάδοσης. Δύο μεγέθη τα οποία, με την ίδια διάδοση, λαμβάνουν τιμή μηδέν στην ίδια χρονική στιγμή, λέγεται ότι βρίσκονται εν φάσει· αν μηδενίζονται συγχρόνως, αλλά το ένα αυξανόμενο και το άλλο ελαττούμενο ή αντίστροφα, τότε λέγεται ότι βρίσκονται σε αντίθεση φάσης.
Στην ηλεκτροτεχνική η διαφορά φ. μετριέται με το φασίμετρο.
φασίμετρο ή μετρητής φάσης. Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της διαφοράς φ., μεταξύ δύο περιοδικών ηλεκτρικών μεγεθών, τα οποία έχουν όμως ίδια συχνότητα. Από τη μέτρηση της διαφοράς φ. μπορούμε ακόμα να υπολογίσουμε το συντελεστή ισχύος μιας κατανάλωσης, την τιμή δηλαδή του συνημίτονου της γωνίας φ, η οποία, κατά μία χρονική στιγμή, σχηματίζεται από το άνυσμα που παριστά το ηλεκτρικό ρεύμα και από το άνυσμα που παριστά την τάση. Λέγεται, ακριβώς, συντελεστής ισχύος επειδή, πολλαπλασιάζοντας το ρεύμα επί την τάση και επί το συνημίτονο της γωνίας φ, έχουμε την πραγματική ισχύ την οποία απορροφά η κατανάλωση. Υπάρχουν φασίμετρα επαγωγικά, μηχανοοπτικά, ηλεκτρονικά και ηλεκτροδυναμικά· τα τελευταία αυτά, τα περισσότερα χρησιμοποιούμενα στην ηλεκτροτεχνία, περιλαμβάνουν ένα ακίνητο πηνίο ρεύματος, συνδεόμενο εν σειρά προς τον έναν από τους δύο αγωγούς του κυκλώματος και ένα κινητό σύστημα, το οποίο αποτελείται από δύο όμοια διασταυρωμένα πηνία ακλόνητα στερεωμένα πάνω στον άξονα του οργάνου και τα οποία συνδέονται παράλληλα προς τους δύο αγωγούς της γραμμής, το ένα μέσω μιας αντίστασης και το άλλο μέσω μιας αυτεπαγωγής (τα ρεύματα που διαρρέουν τα δύο αυτά πηνία θα παρουσιάζουν επομένως μεταξύ τους μια διαφορά φ. 90°). Κατά τη θέση ηρεμίας το κινητό σύστημα του οργάνου, το οποίο δεν έχει ανταγωνιστικά ελατήρια, βρίσκεται υπό συνθήκες αδιάφορης ισορροπίας, ενώ όταν το όργανο βρίσκεται σε λειτουργία παράγονται ηλεκτρομαγνητικά πεδία τέτοια, συνεπεία των οποίων ο δείκτης του οργάνου στρέφεται κατά μία γωνία, που είναι συνάρτηση της γωνίας διαφοράς φάσης.
Το φασίμετρο λέγεται επίσης και μετρητής του συνημιτόνου, αλλά ακριβέστερα όταν η κλίμακα του οργάνου είναι βαθμονομημένη κατά τρόπο ώστε να παρέχει άμεσα τη μέτρηση του συνημίτονου της γωνίας της διαφοράς φάσης.
διόρθωση διαφοράς φάσης. Μέθοδος που εφαρμόζεται στην ηλεκτροτεχνία για να γίνει μικρότερη ή μηδέν η γωνία της διαφοράς φ. μεταξύ της τάσης και του ρεύματος σε έναν ορισμένο γραμμικό ηλεκτρικό αγωγό· τούτο επιτυγχάνεται αν παρεμβάλουμε στη γραμμή του ρεύματος πυκνωτές ικανής χωρητικότητας. Είναι γνωστό ότι πολλές ηλεκτρικές συσκευές (κινητήρες, μετασχηματιστές, λυχνίες φθορισμού κλπ.) προκαλούν διαφορά φ. και, από αυτό, απορρόφηση ισχύος, η οποία ισούται προς το γινόμενο της τάσης επί το ρεύμα και επί το συνημίτονο της γωνίας διαφοράς φ. (Ρ = Veff . I eff . συν φ), και, εφόσον η τιμή της τάσης είναι σταθερή, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ένταση του ρεύματος, και όσο μεγαλύτερη θα είναι η γωνία διαφοράς φ. τόσο μικρότερο θα είναι το συνημίτονό της. Αφού οι διαστάσεις των αγωγών της ηλεκτρικής γραμμής είναι περίπου ανάλογες προς το ρεύμα που τη διαρρέει και οι απώλειες θα είναι ανάλογες προς το τετράγωνο του ίδιου του ρεύματος, γίνεται φανερό ότι, για λόγους οικονομίας, είναι καλύτερο η μεγαλύτερη δυνατή μείωση του ρεύματος. Συνεπώς, για τον σκοπό αυτό, πρέπει να αυξηθεί το συνημίτονο της γωνίας της διαφοράς φ., ελαττώνοντας το πλάτος της γωνίας αυτής· η ελάχιστη τιμή του ρεύματος για μια καθορισμένη ισχύ και μια ορισμένη τιμή της τάσης θα πραγματοποιηθεί αν το ανωτέρω συνημίτονο γίνει ίσο προς τη μονάδα, δηλαδή όταν η γωνία της διαφοράς φ. μεταξύ ρεύματος και τάσης θα είναι μηδέν.
Το διάγραμμα της κατάστασης του νερού, κατασκευασμένο σε αναφορά με τις τετμημένες των τιμών της θερμοκρασίας και τις τεταγμένες των τιμών της πίεσης, εκφρασμένες αντίστοιχα σε βαθμούς του εκατοντάβαθμου και σε χιλιοστά του υδράργυρου, προκύπτει χωρισμένο σε τρία τμήματα, καθένα από τα οποία είναι η υγρή κατάσταση, η στερεή και η κατάσταση του ατμού, τις οποίες καθορίζουν οι καμπύλες OA, OB και OC. Εφαρμόζοντας τον κανόνα των φάσεων παρατηρούμε ότι στις επιφάνειες (σημεία χ, h, k) το σύστημα είναι μεταβλητό, κατά μήκος των καμπυλών (σημεία y, r, t) είναι μονομεταβλητό και στο σημείο 0, στο οποίο συναντιούνται οι καμπύλες, είναι μηδέν μεταβλητό. Το διάγραμμα της κατάστασης του νερού δίνει την εξήγηση του πώς σχηματίζονται η πάχνη και το χιόνι. Στο μήκος της καμπύλης OB θα συνυπάρχουν οι φάσεις ατμού και οι φάσεις στερεού σε ισορροπία μεταξύ τους· μια ελάχιστη πτώση της θερμοκρασίας (καμπύλη l-m) ή μια ελάχιστη άνοδος της πίεσης (καμπύλη l-0) προκαλούν ευθύς μετασχηματισμό του ατμού σε πάγο και συνεπώς σχηματισμό πάχνης ή χιονιού, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη Γη ή στην ατμόσφαιρα.
* * *η / φάσις, -εως, ΝΜΑμορφή, όψη, εμφάνιση με την οποία παρουσιάζεται κάθε φορά ένα πράγμα ή ένα φαινόμενο·|| νεοελλ.1. (γενικά) καθεμία από τις διαδοχικές καταστάσεις τής εξέλιξης ενός αντικειμένου ή ενός φυσικού, βιολογικού ή κοινωνικού φαινομένου (α. «το παιδί περνάει τη φάση τής ήβης» β. «ο τυφώνας πλησιάζει στη φάση τής ύφεσης» γ. «η εθνική οικονομία βρίσκεται στη φάση τής ανάκαμψης» δ. «η υλικοτεχνική μελέτη έφθασε στη φάση τής τελικής επεξεργασίας»)2. τεχνολ. καθεμία από τις διαδοχικές καταστάσεις μιας μεταβολής3. αστρον. καθεμία από τις διαδοχικές όψεις τις οποίες εμφανίζει ένα ετερόφωτο ουράνιο σώμα, καθώς φωτίζονται από τον Ήλιο τα διαφορετικά τμήματα τού δίσκου του, όπως αυτός παρατηρείται από τη Γη («φάσεις τής Σελήνης»)4. φυσ. το κλάσμα τής περιόδου ορισμένου περιοδικού φαινομένου το οποίο διανύεται ωσότου το σύστημα μεταβεί από τη θέση αναφοράς, δηλαδή τη θέση μηδέν, σε μια ενδιάμεση θέση, όπως λ.χ. στην περίπτωση ενός ρολογιού, όταν ο λεπτοδείκτης βρίσκεται στην ένδειξη «3», η φάση του θα είναι 1/4 τής ώρας, δεδομένου ότι, καθώς κινήθηκε από την ένδειξη «12» έως την ένδειξη «3», διήνυσε το 1/4 τής περιόδου του, που είναι ένας ολόκληρος κύκλος, δηλαδή μία ώρα5. φυσ.-χημ. ομογενής από φυσική και χημική άποψη ποσότητα ύλης, αποτελούμενης από μια απλή ουσία ή από μίγμα ουσιών, η οποία είναι συστατικό ενός μη ομογενούς συστήματος, από το οποίο μπορεί να διαχωριστεί με μηχανικό τρόπο, όπως είναι λ.χ. καθεμία από τις τρεις βασικές φάσεις στις οποίες μπορούν να υπάρξουν τα διάφορα σώματα, δηλαδή η αέρια, η υγρά και η στερεά6. γεωλ. α) σύντομο χρονικό διάστημα ή επεισόδιο, συνήθως μέσα στα πλαίσια μιας μεγαλύτερης περιόδου, κατά το οποίο συντελέστηκε εξέλιξη ή αλλαγή ενός γεωλογικού χαρακτηριστικούβ) το σύνολο τών λιθολογικών, ιζηματολογικών ή παλαιοντολογικών χαρακτηριστικών ενός πετρώματος τα οποία ανακλούν τις συνθήκες υπό τις οποίες σχηματίστηκε αυτό το πέτρωμα7. (ιατρ.-φυτοπαθ.) καθένα από τα διαδοχικά στάδια που διέρχεται μία νόσος ή μία άλλη εξεργασία (α. «φάση πρωτογενών συμπτωμάτων» β. «φάση οξείας μορφής» γ. «φάση τής χρόνιας μορφής»)8. (αθλ.) στιγμιότυπο τής εξέλιξης μιας αθλητικής συνάντησης («ο αγώνας είχε πολύ ενδιαφέρουσες φάσεις, αλλά έληξε χωρίς τέρματα»)9. μτφ. επεισόδιο, γεγονός («έγινε μια φάση χθες...»)10. φρ. α) «κινήσεις εν φάσει [ή σε φάση]»φυσ. περιοδικές κινήσεις τών οποίων τα αντίστοιχα σημεία φθάνουν ταυτόχρονα στο μέγιστο ή στο ελάχιστο τής μετατόπισης, όπως λ.χ. όταν οι λόφοι δύο κυμάτων διέρχονται από το ίδιο σημείο ή από την ίδια γραμμή κατά την ίδια χρονική στιγμήβ) «κινήσεις με αντίθετες φάσεις»φυσ. περιοδικές κινήσεις τών οποίων τα αντίστοιχα σημεία φθάνουν στο μέγιστο ή στο ελάχιστο τής μετατόπισης κατά διαμετρικά αντίθετες χρονικές στιγμές ή, ισοδύναμα, την ίδια χρονική στιγμή βρίσκονται σε διαμετρικά αντίθετες θέσεις, όπως λ.χ. όταν ο λόφος τού ενός κύματος συμπίπτει χρονικά με την κοιλάδα τού άλλου κύματοςγ) «διαγράμματα φάσεων»φυσ.-χημ. γραφήματα τα οποία παρουσιάζουν τις περιοχές σταθερότητας τών διαφόρων φάσεων ενός συστήματος, όπως λ.χ. μιας καθαρής ουσίας ή ενός μίγματος, συναρτήσει τών παραμέτρων που είναι απαραίτητες για τον προσδιορισμό τής θερμοδυναμικής του κατάστασης, δηλαδή τής θερμοκρασίας, τής πίεσης, τής διαλυτότητας κ.ά.δ) «τεκτονική φάση» ή «ορογενετική φάσηγεωλ. επεισόδιο παραμόρφωσης που, μερικές φορές, συντελείται κατά τη διάρκεια ορογενητικών διεργασιών («σουδητική φάση τής ερκύνιας ορογένεσης»)δ) «φάση μεταμόρφωσης»(πετρογρ.) σύνολο μεταμορφωμένων πετρωμάτων τα οποία σχηματίστηκαν μέσα σε όμοιες συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσηςστ) «χάρτης φάσεων»γεωλ. χαρτογραφική απεικόνιση ιζηματογενών, λιθολογικών χαρακτηριστικών, η οποία δείχνει όλες τις πλευρικές διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις οι οποίες μπορούν να απαντούν σε αυτές τις ενότητεςζ) «έχει φάση»(διαλ.) έχει ενδιαφέρον, είναι ευχάριστο, είναι διασκεδαστικόη) «είναι καλή φάση»(διαλ.) είναι ενδιαφέρουσα περίπτωσημσν.-αρχ.ίχνοςαρχ.1. μήνυση, καταγγελία, ιδίως κατά λαθρεμπόρων («τὴν περὶ τὸ πλοῑον φάσιν ηὑρίσκομεν γεγονυῑαν», Δημοσθ.)2. (ειδικά) (στο αττ. δίκ.) μήνυση την οποία υπέβαλλε ιδιώτης εναντίον αυτού που έβλαπτε τα υλικά συμφέροντα τού δημοσίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- τού ρ. φαίνω* + κατάλ. -σις (για τη μορφή και τη σημ. τής λ. βλ. λ. φαίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.